Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Η εκ του μηδενός Δημιουργία


Δεύτερο Μέρος της Δογματικής
EΠΕΡΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ, ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ
2. Η εκ του μηδενός Δημιουργία

Κανένα δόγμα δεν έγινε χωρίς να προκληθεί από κάποιες αφορμές. Η αφορμή για το δόγμα περί της δημιουργίας εκ του μηδενός είναι κυρίως η επίδραση των Πλατωνικών ως προς την έννοια της δημιουργίας, την οποία η Εκκλησία δεν αποδέχθηκε. Επομένως, το περί δημιουργίας δόγμα της Εκκλησίας διαφέρει ουσιαστικά από τις περί δημιουργίας αντιλήψεις του Πλατωνισμού. Ο Πλατωνισμός και ο Χριστιανισμός χωρίσανε πολύ καίρια ως προς το θέμα της δημιουργίας και είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε ότι αυτό έγινε ήδη στους δύο πρώτους αιώνες αν και με τους Πατέρες του γ΄ και δ΄ αιώνα ξεκαθαρίζει ακόμα περισσότερο. Να δούμε λοιπόν τι σημαίνει το "εκ του μηδενός".
Το πρώτο πράγμα που σημαίνει είναι ότι δεν είναι ο κόσμος αιώνιος, διότι όταν δεν είναι εκ του μηδενός, εξυπακούεται το αντίθετο: Είναι "εκ" κάπου που υπάρχει ήδη. Εφόσον υπάρχει κάτι ήδη απ' το οποίο βγαίνει ο κόσμος, οτιδήποτε κι αν είναι αυτό, προϋπάρχει και υπάρχει προ της δημιουργίας του κόσμου. Συνεπώς δεν είναι εντός του χρόνου, δεν έχει σχέση με τον χρόνο η δημιουργία αν δεν είναι εκ του μηδενός, αλλά είναι αιώνια δημιουργία όπως λέει ο Ωριγένης, και αιώνιος ο κόσμος όπως τον αποδέχονταν οι αρχαίοι Έλληνες. Αυτά απορρίπτονται. Δεν είναι αιώνιος ο κόσμος. "Ην ποτέ ότε ουκ ην", ήταν κάποτε που δεν υπήρχε κόσμος. Δεν υπήρχε ο κόσμος και υπήρχε τι; Υπήρχε ο Θεός, δεν υπήρχε τίποτε εκτός του Θεού, διότι οτιδήποτε εκτός του Θεού είναι δημιουργία. Άρα πρέπει να εννοούμε ότι ο Θεός υπήρχε "κάποτε" μόνος Του, χωρίς να συνυπάρχει κάτι άλλο. Αυτή είναι η πρώτη συνέπεια του εκ του μηδενός.
Η δεύτερη συνέπεια είναι ότι αφού δημιουργήθηκε ο κόσμος εκ του μηδενός υπόκειται στην επιστροφή στο μηδέν. Γιατί είναι απαραίτητο αυτό;
Είναι απαραίτητο γιατί απλούστατα αφού δεν είναι αιώνιο κάτι δεν μπορεί και αν παραμείνει αιώνιο. Το χαρακτηριστικό του κόσμου δεν είναι η αιωνιότητα αλλά η διαρκής εξάρτηση από το μηδέν. Συνεπώς μπορεί ο κόσμος να επιστρέψει στο μηδέν και είναι η φύση της δημιουργίας να απειλείται διαρκώς από την επιστροφή στο μηδέν. Ο Μ. Αθανάσιος γράφει στο "Περί Ενανθρωπίσεως", ότι η κτίση έχει σαν φύση της το μηδέν και το θάνατο. Επομένως ο θάνατος με την έννοια της αφανίσεως της δημιουργίας είναι κάτι εγγενές μέσα στη δημιουργία. Όταν λέμε δημιουργία εννοούμε οπωσδήποτε κάτι το θνητό, δεν μπορεί να δημιουργηθεί κάτι αθάνατο. Αυτή είναι η δεύτερη συνέπεια του "εκ του μηδενός".
Η τρίτη συνέπεια: Ανακύπτει το ερώτημα: Εφ' όσον είναι εκ του μηδενός και απειλείται από το μηδέν, να επανέλθει ο κόσμος στο μηδέν, τότε πώς έχει αληθινή ύπαρξη και πώς μπορεί ν' αποφύγει την επάνοδο στο μηδέν; Γιατί αν ο Θεός έφτιαξε έναν κόσμο εκ του μηδενός για να επανέλθει στο μηδέν, τότε αυτός ο κόσμος είναι καταδικασμένος όχι απλώς από τη φύση του αλλά από την ίδια την πρόθεση του Θεού να πεθάνει. Ο Θεός όμως δεν έφτιαξε τον κόσμο για να πεθάνει, τον έφτιαξε για να ζήσει. Αποκλείσαμε ως τρόπο επιβιώσεως του κόσμου την ίδια του τη φύση. Δηλαδή, όταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο για να ζήσει, για να ξεπεράσει το μηδέν, δεν του έβαλε μέσα στη φύση του μια δύναμη με την οποία να εξασφαλίσει την αθανασία, διότι τότε θα τον μετέτρεπε αυτομάτως σε αιώνιο και θα έπαυε να είναι κτιστός, θα γινόταν θεός. Εάν δηλαδή έβαζε τέτοιους νόμους μέσα στη φύση της δημιουργίας που θα εξασφάλιζαν δια παντός την επιβίωση του κόσμου, τότε ο κόσμος αυτός αν και ξεκίνησε εκ του μηδενός, ως μη αιώνιος, θα κατέληγε να είναι από την φύση του αιώνιος. Δηλαδή ο Θεός θα έφτιαχνε έναν άλλο θεό, αιώνιο. Δεν είναι συνεπώς ο τρόπος αυτός με τον οποίο θα ξεπεράσει ο κόσμος το μηδέν. Ο μόνος τρόπος για να το ξεπεράσει και να μπορέσει να ζήσει, είναι να βρίσκεται σε διαρκή σχέση με τον Θεό.
Έχουμε τον Θεό από ένα μέρος ο οποίος είναι αιώνιος και μέσα στη φύση Του ζει αιώνια και από την άλλη μεριά έχουμε έναν κόσμο ο οποίος ξεκίνησε απ' το μηδέν και μέσα στη φύση του δεν μπορεί να ζήσει αιώνια. Δεν μπορεί να ζήσει αιώνια ο κόσμος αυτός και να μην πεθάνει αφού δεν έχει μέσα του, μέσα στη φύση του ν' αντλήσει δυνάμεις επιβιώσεως για πάντα. Όλοι οι νόμοι της ζωής, της φύσεως, είναι συγχρόνως νόμοι του θανάτου γι' αυτό και πεθαίνουμε. Πεθαίνουμε από την ώρα που θα γεννηθούμε. Ο θάνατος αρχίζει από την πρώτη στιγμή της ζωής. Δεν είναι η τελευταία στιγμή της ζωής. Συνεπώς, οι νόμοι που μας φέρνουν στη ζωή είναι οι ίδιοι νόμοι που μας φέρνουν και στον θάνατο. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει το κτιστό να ξεπεράσει το θάνατο και τη φθορά, είναι να βρίσκεται σε διαρκή κοινωνία με τον Θεό. Ο Θεός και ο κόσμος να βρίσκονται σε κοινωνία. Αυτή η κοινωνία δόθηκε στη δημιουργία σαν αποστολή που θα την εκπλήρωνε ο άνθρωπος. Εδώ λοιπόν έχουμε μια αλλιώτικη κοσμολογία απ' αυτή που είδαμε στον Ωριγένη. Προσέξτε τις σημαντικές αυτές διαφορές.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε στο τέλος όλης της δημιουργίας, ακριβώς για να ενώσει την κτιστή δημιουργία με τον άκτιστο Θεό. Να τους φέρει σε σχέση μόνιμη ούτως ώστε αυτή η κτιστή δημιουργία επειδή θα έχει σχέση μόνο με τον άκτιστο Θεό, να μην πεθάνει και αν ζήσει. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσει η κτίση το μηδέν. Αυτή λοιπόν η κοινωνία με τον Θεό ήταν ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου. Γιατί χρησιμοποίησε τον άνθρωπο και όχι άλλα όντα όπως οι άγγελοι; Γιατί ο άνθρωπος έχει από τη φύση του φυσικό δεσμό με την υπόλοιπη φύση και έτσι ολόκληρη η φύση, η υλική κτίση λόγω του δεσμού της αυτού με τον άνθρωπο, με το σώμα του ανθρώπου, μπορεί να έρθει σ' επικοινωνία με τον Θεό και να ζήσει. Ενώ αν έπαιρνε τους αγγέλους, τις ασώματες δυνάμεις, οποιεσδήποτε και οσοδήποτε ασώματες και αν είναι, τότε ο υλικός κόσμος δεν θα μπορούσε να ζήσει ποτέ. Ένας άγγελος δηλαδή δεν θα μπορούσε να προσφέρει στον υλικό κόσμο αυτό που χρειάζεται για να ζήσει, τη σχέση με τον Θεό, την ένωση κτιστού και ακτίστου.
Η δημιουργία του ανθρώπου είναι απαραίτητο στοιχείο για την ολοκλήρωση της έννοιας της δημιουργίας, διότι η δημιουργία είναι καταδικασμένη σε θάνατο χωρίς τον άνθρωπο. Αυτή ακριβώς την συλλογιστική χρησιμοποίησε ο Μ. Αθανάσιος στο "Περί ενανθρωπίσεως του Λόγου", για να δείξει ακριβώς ότι δεν είναι τυχαίο το ότι ο Θεός επέλεξε αυτή την μορφή της ενσαρκώσεως του Λόγου για να σώσει τον κόσμο, γιατί αυτό που χρειαζόταν ο κόσμος για να σωθεί δεν ήταν τίποτε άλλο παρά να ξεπεράσει το μηδέν και να μπορέσει να ζήσει. Και αυτό για τον υλικό κόσμο θα ήταν αδύνατο να συμβεί, αν αυτή η ένωση με τον Θεό δεν γινόταν μ' αυτό τον τρόπο ώστε να περιλαμβάνεται μέσα σ' αυτή και ο υλικός κόσμος. Αλλά κανένα ον στη φύση του δεν έχει αυτή την δυνατότητα να ξεπεράσει τον υλικό κόσμο και να ενωθεί με τον Θεό εκτός του ανθρώπου. Οι άγγελοι είναι μεν ποιοτικά ανώτεροι και πνευματικότεροι, αλλά έχουν αυτό το μειονέκτημα, δεν έχουν σώμα, δεν έχουν δεσμό με την ύλη, ενώ εμείς μετέχουμε ακόμα και στον θάνατο της κτίσης. Πεθαίνουμε γιατί πεθαίνουν τα πουλιά και τα δένδρα, τα ζώα όλα. Συνεπώς, εμείς ξέρουμε, έχουμε πάνω στη σάρκα μας τον θάνατο της κτίσης. Ο άγγελος δεν έχει την μετοχή, την μοίρα του υλικού θανάτου. Συνεπώς, το υλικό μέρος της δημιουργίας δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον Θεό δια μέσου των αγγέλων.
Όταν ο άνθρωπος κτίστηκε, κτίστηκε ακριβώς μ' αυτό τον προορισμό: Να ενώσει όλη τη φύση με τον Θεό και έτσι να ξεπεραστεί το μηδέν και ο θάνατος. Και αφού αυτός ήταν ο μεγάλος προορισμός του ανθρώπου, θα περίμενε κανείς να τα κάνει έτσι τα πράγματα ο Θεός ώστε ο προορισμός αυτός να πραγματοποιηθεί. Αλλά ο προορισμός αυτός, το σχέδιο του Θεού, σκόνταψε στο ότι ο άνθρωπος αρνήθηκε να το κάνει. Είπε ότι "εγώ δεν θέλω ν' ακολουθήσω αυτό το σχέδιο, εγώ έχω το δικό μου σχέδιο, θα γίνω ο ίδιος Θεός" και απατήθηκε. Πίστεψε ο Αδάμ ότι με το να γίνει αυτός Θεός, θα μπορέσει ο κόσμος να ξεπεράσει το μηδέν, να ζήσει, και να ζήσει και αυτός. Και ενεπλάκη σ' αυτή την περιπέτεια της πτώσης. Το ότι είπε ο Αδάμ "όχι", οφείλεται στο ότι ο Θεός του έδωσε την δυνατότητα να πει "όχι", δηλαδή του έδωσε αυτό που λέμε ελευθερία.
Έτσι ως προς το δόγμα της δημιουργίας, τίθεται το ερώτημα: Γιατί υπάρχει η ελευθερία στον άνθρωπο; Γιατί ο Θεός δεν τα έφτιαχνε έτσι, ώστε να μην σκοντάψει στην ελευθερία του ανθρώπου; Βεβαίως δεν μπορούμε να ρωτήσουμε τον Θεό γιατί τα έκανε έτσι και δεν τα έκανε αλλιώς. Πρέπει όμως να ξέρουμε τι θα συνέβαινε αν τα έκανε αλλιώς. Εκείνο που είναι σαφές, είναι ότι αν ο άνθρωπος δημιουργείτο χωρίς την ελευθερία να δεχθεί ή να μην δεχθεί την εφαρμογή αυτού του σχεδίου, τότε θα ήταν μια ένωση του Θεού με τον κόσμο και του κόσμου με τον Θεό αναγκαστική. Δεν θα μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να ξεφύγει ο κόσμος ή ο Θεός απ' αυτή την ένωση, και αυτό είναι ακριβώς που ο Θεός δεν ήθελε όταν έφτιαξε τον κόσμο εκ του μηδενός. Τον έφτιαξε σαν κάτι άλλο εκτός του εαυτού Του, το οποίο όμως δεν θα δούλευε απλώς σαν μια μηχανή που θα ήταν ενωμένη μαζί Του, αλλά θα δούλευε με τον τρόπο με τον οποίο ο Ίδιος ο Θεός ζει, δηλαδή ελεύθερα. Δεν ήθελε ο Θεός έναν κόσμο που να μην θέλει να υπάρχει. Μπορείς να δημιουργήσεις από αγάπη κάποιον ο οποίος να μην θέλει να υπάρχει; Προτίμησε ο Θεός να φτιάξει έναν κόσμο που να θέλει να υπάρχει και ακριβώς γι' αυτό έδωσε την ελευθερία στον άνθρωπο να πει ναι ή όχι στο σχέδιο του Θεού. Το ότι ο άνθρωπος διάλεξε την αρνητική απάντηση, - και την διάλεξε και την διαλέγει ακόμη και όταν έχει πλήρη συνείδηση του ότι αυτή τον οδηγεί στο θάνατο και το μηδέν, - αυτό είναι ενδεικτικό του ότι ο Θεός δημιουργώντας τον κόσμο, δεν ήθελε έναν κόσμο που να υπάρχει χωρίς να το θέλει. Δηλαδή ο κόσμος είχε τη δυνατότητα δοσμένη από τον Θεό στην δημιουργία να επιλέξει την αυτοκαταστροφή και φαίνεται ότι η επιλογή του Αδάμ υπαρξιακά ήταν επιλογή αυτοκαταστροφής.
Εάν λοιπόν αφηνόταν ο κόσμος χωρίς άλλη παρέμβαση του Θεού - προσέξτε το αυτό γιατί εδώ ολοκληρώνεται το δόγμα περί δημιουργίας, - αν αφηνόταν ελεύθερη η δημιουργία όπως ο Αδάμ επέλεξε να την οδηγήσει, είναι βέβαιο ότι θα έφτανε στην αυτοκαταστροφή, στο μηδέν. Και αυτή την απόφαση την σεβάστηκε ο Θεός, αλλά δεν έπαψε να καταβάλλει προσπάθειες για να ζήσει ο κόσμος. έτσι αρχίζει από κει πλέον όλη η οικονομία, η ιστορία της σωτηρίας, με την οποία ο Θεός προσπαθεί αυτή την επιλογή του Αδάμ να την διορθώσει για να μη βλάψει τον κόσμο. Το νόημα της σωτηρίας ήταν να ζήσει ο κόσμος και να ξεπεράσει τον θάνατο.