Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για αυγουστίνος καντιώτης

Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν (Μάρκ. 8,34 – 9,1)

Του Μητρ. Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως

  1. «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10,32)
    «Ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων» (Μᾶρκ. 8,38)
   ΣΤΙΣ 14 Σεπτεμβρίου, ἀγαπητοί μου, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑώρτασε τὴν Ὕψωσι τοῦ τι­μίου Σταυροῦ. Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ λέγεται «Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν» καὶ ἔχει τὰ μεθέορτα τῆς μεγάλης αὐτῆς ἑορτῆς. Ὅλα σήμερα εἶνε σχετικὰ μὲ τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου.
  Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο. Τί μᾶς λέει; Ὁ Κύριος τονίζει τρία πράγματα. Τὸ πρῶτο εἶνε ἡ ἐ­λευθερία, ὅτι ὁ ἄν­θρωπος εἶνε ἐλεύθερος νὰ διαλέξῃ τὸ δρόμο του. Τὸ δεύτερο εἶνε ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς, ὅτι δὲν ὑ­πάρχει στὸν κόσμο τίποτα πολυτιμότερο ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Καὶ τὸ τρί­το εἶνε ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως, ὅτι ὅσοι 
πιστεύ­ουν στὸ Χριστό, παραδέχονται δηλαδὴ ὅτι δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἕ­νας φιλόσοφος ἢ κοινωνικὸς ἐπαναστάτης ἢ ἡγέτης, ἀλλὰ εἶνε ὁ Θεός, αὐτοὶ πρέπει νὰ εἶνε τολμη­ροὶ καὶ θαρρα­λέοι καὶ ἔχουν χρέος νὰ κηρύττουν παντοῦ τὴν πίστι τους. Μὲ ὁ­μολογεῖς; λέει ὁ Χριστός· θὰ σὲ ὁμολογήσω κ᾽ ἐγὼ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων. Μὲ ἀρνεῖσαι; θὰ σὲ ἀρ­νη­θῶ κ᾽ ἐγώ. Ἡ ὁ­μολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εἶνε ἱερὸ καθῆκον κάθε Χριστιανοῦ.

* * *

Γεννᾶται τώρα τὸ ἐρώτημα· πῶς, μὲ ποιό τρόπο, νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Χριστό; Μπορεῖ, ἀ­γαπητοί μου, καὶ ὁ πιὸ ἁπλὸς Χριστι­ανὸς νὰ ὁμολογῇ τὸ Χριστό. Πῶς;
⃝ Πρῶτα – πρῶτα μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Μόλις κάνῃς τὸ σταυρό σου, ἀμέσως φανερώ­νεις τί πιστεύεις, ξεχωρίζεις ἀπ᾽ ὅλες τὶς θρη­σκεῖες καὶ ἰδεολογίες τοῦ κόσμου. Γιατὶ ἔ­χουν κι αὐ­τὲς τὰ σύμβολά τους· οἱ ἑβραῖοι ἔ­χουν τὸ ἄ­στρο τοῦ Δαυῒδ καὶ τὴν ἑπτάφωτη λυχνία, οἱ μασόνοι τὸ τρίγωνο ἢ τὶς τρεῖς τελεῖ­ες, οἱ μαρξισταὶ τὸ σφυροδρέπανο ἢ τὴν ὑψωμένη γροθιά, οἱ μωαμεθανοὶ τὸ μισοφέγγαρο. Κ᾽ ἐ­μεῖς τὰ παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ βαπτισθήκαμε στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα, ἔχουμε ση­μεῖο καὶ σύμβολο ὑπέρτερο ἀπὸ κάθε ἄλλο τὸν τίμιο σταυρό. Μόλις κάνῃς τὸ σταυρό σου, ὁ­μολογεῖς ὅτι εἶσαι ὀρθόδοξος Χριστιανός.
Πρέπει ὅμως τὸ σταυρὸ νὰ τὸν κάνουμε κα­νονικά, ὄχι ὅπως μερικοὶ μον­τέρνοι καὶ συχνὰ οἱ ἐπίσημοι στὶς δοξολογίες, ποὺ νομίζεις πὼς παίζουν βιολί. Ὄχι! αὐτὸ εἶνε ἐμπαιγμός. Εἶ­σαι Χριστιανός; κάνε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ κανονικά. Ὁ δὲ κανο­νικὸς σταυρός, ὅπως τὸν δίδαξε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς καὶ οἱ ἀ­γράμ­ματες γιαγιάδες μας, εἶνε· ἑνώνουμε τὰ τρία μας δάχτυλα (οἱ φράγκοι ἔ­χουν τὰ πέντε, ἐ­μεῖς τὰ τρία), καὶ ἐννοοῦμε· Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον! Φέρνουμε τὸ χέρι στὸ μέτωπο, καὶ ἐν­νοοῦμε· Χριστέ, ἤσουν στὰ οὐράνια, ­πά­νω ἀπ᾽ τὰ ἄστρα. Μετὰ τὸ φέρνουμε κά­τω, καὶ ἐννοοῦμε· Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Χριστέ, ποὺ κατέ­βηκες στὴ γῆ καὶ πῆρες σάρκα ἀπὸ τὰ ἁ­γνὰ αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Κατόπιν φέρ­νουμε τὸ χέρι δεξιὰ στὸν ὦμο, καὶ ἐννοοῦ­με· «Μνήσθη­τί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βα­σι­λείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Τέλος τὸ φέρνουμε ἀ­ριστε­­ρά, καὶ ἐν­νοοῦμε· Μὴ μὲ βάλῃς στὴν κόλασι, Κύριε. Αὐτὸς εἶνε ὁ σταυρός. Ὅταν τὸν κά­νῃς κανονικά, μὲ πίστι, μὲ ἀγάπη, μὲ φόβο Θεοῦ καὶ μὲ χέρι καθαρό, κάνει θαύματα.
Τὸ 1912 ἡ πα­τρίδα μας εἶχε πόλεμο μὲ τοὺς Τούρκους. Μικρὲς ἦταν οἱ δυνάμεις μας, οὐ­σιαστικὰ εἴχαμε ἕνα καράβι, τὸν «Ἀβέρωφ», ἐνῷ ἐκεῖνοι εἶχαν ὑπεροπλία. Ἀλ­λὰ πάνω στὸ καράβι ἦταν Χριστιανοὶ λέον­τες, μὲ κυβερνή­τη τὸν ὑπέροχο Παῦλο Κουντουριώτη, τέκνο ἐν­δόξου γε­νεᾶς. Αὐτὸς εἶχε πά­νω του τίμιο ξύλο. Ἔβγαλε λοιπὸν τὸ σταυρὸ ἀπὸ τὸ στῆθος του, τὸν ἔβαλε πάνω στὴ γέφυρα τοῦ πλοίου, ἔ­κανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ μὲ τὸ ἕνα αὐτὸ καράβι «μάντρωσε» στὰ στενὰ τοῦ Ἑλλησπόν­του ὁλόκληρη τὴν τουρκικὴ ἀρμάδα.
Γι᾽ αὐτὸ μὴ ντρέπεσαι κ᾽ ἐσὺ νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου, εἴτε στὸ τραπέζι, εἴ­τε σὲ αὐτοκί­νη­το, ἀεροπλάνο ἢ τραῖνο. Ὁμολογεῖς ἔτσι Χριστό. Κι ὅ­ταν κλείσῃς τὰ μάτια, ἕνας σταυ­ρὸς στὸν τάφο σου θὰ δηλώνῃ ὅτι εἶσαι ὀρθόδοξος.
⃝ Πῶς ἀλλιῶς ὁμολογοῦμε τὴν πίστι μας; Μὲ τὴ γλῶσσα. Γι᾽ αὐτὸ τὴν ἔδωσε ὁ Θεός. Βρέθηκες μεταξὺ ἀπίστων; Ἄνοιξε τὸ στό­μα σου καὶ ὁ­μολόγησε τὴν πίστι στὸν Κύριο. Ἄκουσες βλαστήμια; Ὀφείλεις νὰ διαμαρτυρηθῇς, ὅπως ἂν ὕ­βριζαν τὸν πατέρα ἢ τὴ μητέρα ἢ τὴ σύζυγό σου. Μία νεαρὴ γυναίκα ἦρ­θε καὶ μοῦ ζητοῦ­σε νὰ τῆς δώσω διαζύγιο, δι­ότι στὸ καφενεῖο τοῦ χωριοῦ, ἐνώπιον τοῦ συ­ζύγου της, κάποιοι τὴν κατηγοροῦσαν κι αὐτὸς δὲν εἶπε λέξι. Ἄντρα, ποὺ δὲν ὑπερασπίζεται τὸ ὄνομά μου, δὲν τὸν θέλω! ἔλεγε. Καὶ δὲν εἶ­χε ἄδικο. Πόσο μᾶλλον ὅταν ὑβρίζωνται τὰ θεῖα;
Φταῖνε αὐτοὶ ποὺ βλαστημοῦν, ἀλλὰ φταῖ­νε κι αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἀκοῦνε καὶ δὲ διαμαρτύρον­­ται. Ἂν εἶσαι Χριστιανός, δὲν θὰ σιωπήσῃς. Μί­λησε, συμβούλεψε, ἐπίπληξε. Τί εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς· «Ἂν κάποιος ὑβρίσῃ τὴ μάνα ἢ τὸν πατέρα μου, τὸν συγχωρῶ· ἂν βλαστημήσῃ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγιά μου, δὲν ἔχω μάτια νὰ τὸν δῶ» (ἡμ. ἔργ. σ. 199). Τὸ ὄνομα τῆς μάνας μας, τοῦ πατέρα μας, τῶν ἀρχόντων μας εἶνε μεγά­λο καὶ ὑψηλό, καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας δὲν εἶνε; Γι᾽ αὐτὸ νὰ ὑπερασπίζεσαι τὰ ὅσια καὶ ἱερὰ ἀποστομώνοντας τοὺς βλασφήμους. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει· Ὅταν ἀκοῦς βλάσφημο, συμβούλευ­­σέ τον μία, δύο, τρεῖς φορές· κι ἂν δὲν ἀκούῃ, ἀφοῦ ἔχεις χέρι, χτύπα τον. Χέρι, ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο, θ᾽ ἁγιάσῃ. Ξέρω ἕνα χωριὸ στὴ Θρᾴκη, ποὺ ἐνῷ προηγουμένως ὅλοι βλα­στημοῦσαν, τώρα δὲ βλαστημάει κανένας. Πῶς ἔ­γινε αὐτό; Πῆγε ἐκεῖ ἕνας πρόσφυγας ἀγράμματος ἀλλὰ μὲ πίστι βαθειὰ στὸ Θεό. Κι ὅταν κάποιος βλαστημοῦσε, πήγαινε στὸ σπίτι, τὸν συμβούλευε, ἔκλαιγε, παρακαλοῦσε, ἀπειλοῦσε. Ἔτσι, ἕνας αὐτός, ἔσβησε τὴ βλαστήμια.
⃝ Ὁμολόγησε λοιπὸν τὴν πίστι μὲ τὸ σταυρό σου καὶ μὲ τὴ γλῶσσα σου. Ὁμολόγησε ἀκόμη – πῶς; Μὲ τὰ ἔργα σου, μὲ τὴ χριστιανικὴ ζωή σου. Ὅταν ἡ ζωὴ τοῦ Χριστι­ανοῦ εἶνε σύμφωνη μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἐν­­τολὲς τοῦ Θεοῦ, λάμπει καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴν πίστι του. Ἀντιθέτως, ὅταν ἕνας λεγόμενος Χριστιανὸς δὲν ἔ­χῃ εὐσπλαχνία καὶ ἔλεος, ἁρπάζῃ καὶ κλέβῃ, δὲν σέβεται τὴν τιμὴ τοῦ ἄλλου, τρέχῃ στὰ δι­καστήρια καὶ παλαμίζῃ τὸ Εὐαγγέλιο, διαπληκτίζεται μὲ τὴ γυναῖκα του καὶ παίρνῃ διαζύγιο, δὲν πατάῃ στὴν ἐκκλησία, δὲν ἐξομολο­γῆ­ται καὶ δὲν κοινωνῇ, τότε ἡ ζωή του ἀποτελεῖ βλασφημία· δίνει ἀφορμὴ στοὺς ἄλλους νὰ κατηγοροῦν τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ.
⃝ Νὰ ὁμολογοῦμε λοιπὸν τὸ Χριστὸ μὲ τὸ σταυρό, μὲ τὴ γλῶσσα, μὲ τὰ ἔργα· νὰ τὸν ὁμολο­γοῦμε τέλος ―ἐδῶ εἶνε τὸ δύσκολο― καὶ μὲ τὸ αἷμα μας. Δὲν εἶ­μαι προφήτης οὔτε υἱὸς προ­φήτου· ἁμαρτω­λὸς εἶμαι κι ἀνάξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας. Πιστεύω ὅμως στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴν Ἀποκάλυψι, ποὺ λένε ὅτι ἔρχον­ται φοβερὲς ἡμέρες. Θὰ μᾶς κοσκινίσῃ ὁ Θεός. Θὰ γίνῃ διωγμὸς τρομερὸς ἐναντίον τῆς ἁγί­ας μας Ἐκκλησίας, καὶ τότε θὰ δοῦμε πόσοι θὰ εἶνε Χριστιανοί. Νὰ ὁμολογοῦμε ὄχι μόνο μὲ τὸ χέρι, μὲ τὴ γλῶσσα καὶ μὲ τὸν βίο μας· μακάρι ἀκόμα καὶ τὴ ζωή μας ν᾽ ἀξιωθοῦμε νὰ δώσουμε γιὰ τὸ Χριστό. Ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, «Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, ὅ­πως ἐσὺ ἔδωσες τὸ αἷμα σου γιὰ μένα, ἀξίωσέ με νὰ δώσω κ᾽ ἐγὼ τὸ αἷμα μου γιὰ σένα» (ἡμ. ἔργ. σ. …). Συνέλαβαν κάποιο Χριστιανό, ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὸν Κύριο, καὶ τοῦ ἔκοψαν τὴ γλῶσσα. Τότε ἐκεῖνος πῆρε μὲ τὸ δάχτυλό του αἷμα ἀπὸ τὸ αἱμόφυρτο στόμα του καὶ μ᾽ αὐτὸ ἔγραψε στὸν τοῖχο· «Πιστεύω στὸ Χριστό». Τέτοια πίστι νὰ ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς.

* * *

Ἀγαπητοί μου, τελείωσα. Οἱ πρόγονοί μας, τετρακόσα χρόνια κάτω ἀ­πὸ τοὺς Τούρκους, κράτησαν τὴν πίστι τους καὶ πολλοὶ μαρτύρησαν ὁμολογώντας τὸ Χριστό. Ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε σήμερα, νὰ προσέξουμε πολύ. Νὰ κρατήσου­με τὴν πίστι τῶν πατέρων μας. Μὴ γινώμαστε κρυπτοχριστιανοί. Τί λέει τὸ Εὐαγγέλιο; «Ὅ­ποιος μὲ ὁμολογήσῃ, θὰ τὸν ὁμολογήσω· ὅ­ποιος μ᾽ ἀρνηθῇ, θὰ τὸν ἀρνηθῶ».
Ἡ Ὀρθοδο­ξία δὲ θέλει κρυπτοχριστιανούς· θέλει ὁμολογία, ὄχι κρυφτούλι σὰν τὰ μικρὰ παιδιά. Θαρραλέοι καὶ τολμηροί, νὰ ὁμολογοῦ­με παντοῦ τὴν Ὀρθόδοξο πίστι. Κι ἂν ἔρθουν ἡ­­μέ­ρες σκληρές, διωγμοῦ καὶ αἵματος καὶ μαρτυ­ρίου, νὰ μείνουμε ἀφωσιωμένοι στὸ Χριστό. Κι ἂν ὅλοι γονατίσουν στὸ διάβο­λο, ἐ­σὺ νὰ μὴ γονατίσῃς. Καὶ ἕνας νὰ μείνῃς, μὴ ὑποστεί­λῃς τὴ σημαία, ἀλλὰ νὰ λές· Πιστεύω, Κύριε.
Δὲ θὰ νικήσῃ ὁ σατανᾶς. Θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερ­υψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 21-9-1980.