Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Η πιστι των ηρωων του ᾽21

Περίοδος Δ΄ Ἔτος ΛΕ
Φλώρινα ἀριθμ. φύλλου 2080
Ἐθνικὴ ἑορτὴ ἐθνικῆς παλιγγενεσίας
Κυριακὴ 25 Μαρτίου 2018
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Η πιστι των ηρωων του ᾽21

ΕΛΛΑΣ

Ποιό θέμα πρέπει νὰ θίξουμε σήμερα, ἀγαπητοί μου; Θέμα ποὺ μᾶς ἑλκύει εἶνε ἡ ἑ­ορτὴ τῆς 25ης Μαρτίου. Διπλῆ ἑορτή, θρησκευτικὴ καὶ ἐθνική· ἡ λύτρωσις τῆς ἀνθρω­πότητος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ λύτρωσις τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὴ δουλεία καὶ τὴν τυραννία.
Σήμερα ὑπάρχει τάσις νὰ σβήσουμε τὸ παρελθὸν καὶ τὶς ἑορτές μας, καὶ στὴ θέσι τους νὰ βάλουμε κοσμικὲς ἑορτὲς (λ.χ. τῆς φρά­ου­λας, τῶν ἀνθέων, τοῦ κρασιοῦ, κ.ἄ.), ὅπως ἐ­πίσης ἡ συνήθεια νὰ ἑορτάζουν ὄχι τὴν ὀνομαστικὴ ἑορτή, ποὺ τιμᾶται ὁ ἅγιος, ἀλλὰ τὴν ἡμέρα τῶν γενεθλίων. «Κάτω τὸ παρελθόν!» λένε. Ἀλλ᾿ αὐτὸ εἶνε λάθος. Ἀπολαμβάνουμε τὸ παρελθόν, καὶ πρέπει νὰ εἴμαστε συνέχεια καὶ ὄχι καταστροφὴ τοῦ παρελθόντος.

* * *

Α΄. Μεγάλο πλῆγμα γιὰ μᾶς, ἀγαπητοί μου, τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ἦταν τὸ παιδομά­ζωμα καὶ οἱ ἐξισλαμισμοί. Μετὰ τὸ Βυζάντιο οἱ λαοὶ ποὺ κα­τέκτησε ἡ Τουρκία ἦταν Χριστιανοί, καὶ ἀπὸ τὸν διωγμὸ ἀλλαξοπίστησαν. Στὴ Μι­κρὰ Ἀ­σία ἔ­μειναν μόνο 2 ἑκατομμύρια, ἀλλὰ κι αὐ­τοὶ τὸ 1922 ξερριζώθηκαν. Στὸν Πόντο καὶ ἀλ­λοῦ μέ­σα στὴν Τουρκία ἔμειναν μερικοὶ κρυπτοχριστιανοί. Ἕνα ἀν­τρόγυνο ἀπὸ αὐτοὺς ἦρ­θαν στὴ Φλώρινα ὡς τουρίστες, μοῦ ζήτησαν καὶ κρυ­φὰ τοὺς βάπτισα καὶ τοὺς στεφάνωσα.
Τὸ 1821, μετὰ ἀπὸ ἀλλεπάλληλες ἀποτυχη­μέ­νες ἐξ­εγέρσεις, ἐπὶ τέλους ἔγινε ἡ ἐπανά­στασις. Ἐπὶ κεφαλῆς ὁ κλῆρος. Εἶνε μοναδι­κὴ ἐ­πανάστασις ὡς πρὸς τὰ κίνητρα. Ὁ σκο­πός της ἦταν «νὰ λάμψῃ παντοῦ ὁ σταυρός», ὅ­πως ἔψαλλε ὁ ῾Ρήγας Φεραῖος. Αὐτὸ τὸ φρό­νημα εἶχαν ἐκεῖνοι, κ᾿ ἐμεῖς ἐκεῖ πρέπει νὰ εἴ­μαστε προσανατολισμένοι. Κ᾿ ἐγὼ τὸ πιστεύω· θὰ ἐπανέλθουμε στὴν Πόλι, θὰ ξανασυνεχί­σουμε τὴν διακοπεῖσα θεία λειτουργία.
Ἂς προβάλουμε τώρα μορφὲς τῶν ἡρώων μας.
Π.Α
Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ξεκίνησε στὸ Ἰ­άσιο τὴν ἐπανάστασι μὲ τὸ σύνθημα «Ἐν τού­τῳ τῷ σημείῳ (μὲ τὸ σταυρὸ δηλαδή) νικῶμεν». Ἦταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια, ἀξιωμα­τικὸς τοῦ τσάρου, μὲ κομμένο τὸ χέρι σὲ μά­χη κατὰ τοῦ Ναπολέοντος. Μπῆκε στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν πατρίδα χωρὶς συμφέρον ὑλικό, θυσίασε τὰ πάντα, καὶ πέθανε μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν…» στὰ χείλη. Ποῦ εἶνε αὐτοὶ ποὺ λένε, ὅτι οἰκονομι­κὰ ἦταν τὰ κίνητρα τῆς ἐπαναστάσεως;
Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ἦταν λοχα­γὸς στὰ Ἑπτάνησα. Πίστευε στὸ Θεὸ ὅπως οἱ Μακκαβαῖοι. Ἔλεγε σοφὰ λόγια. Πολιόρκησε τὴν Τριπολιτσὰ καὶ τὴν κατέκτησε. Ὅταν οἱ Ἕλ­­ληνες μπῆκαν μέσα, ἦταν ἡμέρα Παρασκευή, καὶ εἶπε· «Σήμερα θὰ νηστεύσουμε». Καὶ ἔκαναν δοξολογία μὲ νηστεία.
Ἄλλο γεγονός· ἦρ­θαν μέρες ποὺ τὸν ἄφησαν ὅλοι καὶ ἔμεινε μόνος. Τότε μπῆκε σὲ μιὰ ἐκκλησιά, ἄ­ναψε κερὶ καὶ προσευχήθηκε. Ὅταν βγῆκε ἔλαμ­πε ἀπὸ αἰσιοδοξία, καὶ εἶπε· «Ἡ Παναγία ὑπέγραψε τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδος καὶ δὲν παίρ­νει πίσω τὴν ὑπογραφή της».
Ἄλλο· μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι μίλησε στὰ παιδιὰ τοῦ πρώτου καὶ μοναδικοῦ τότε γυμνασίου μὲ γυμνασι­άρχη τὸν Γεννάδιο. Ὁ Γεννάδιος τὸν ζήτησε νὰ ἔρθῃ νὰ μιλήσῃ στὰ παιδιά. Καὶ ὁ Κολοκοτρώνης ἦρθε καὶ τοὺς εἶπε· «Παιδιά, ὅταν ἐ­μεῖς πιάσαμε τὰ ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος». Σήμερα τί θὰ ἔλεγε; Τὰ σημερινὰ παιδιά, οἱ τεντυμ­πόηδες, θὰ τοῦ πετοῦσαν γιαούρτια.
Κωνσταντῖνος Κανάρης. Φτωχαδάκι, ναυτι­κός, νιόπαντρος. Πίστευε στὸ Θεό. Ὅταν ἡ Χίος κοκκίνισε ἀπὸ τὸ αἶμα, δὲν τὸ ὑπέφερε. Εἶχε ψυχή. Μιὰ βαρκούλα εἶχε, ἀλλὰ πίστευε. Ἔκανε τὸ σταυρό του, πῆγε μὲ τὸ πυρπολικὸ καὶ τίναξε στὸν ἀέρα τὴ ναυαρχίδα. Ὅταν ἐ­πέ­στρεψε στὰ Ψαρά, πῆγε στὴν ἐκκλησιά. Ἔ­μενε στὴν Κυψέλη τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἐκκλησια­ζό­ταν στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅ­που ὑ­πῆρ­χε τὸ στασίδι του σκεπασμένο μὲ τὴν ἑλ­λη­νικὴ σημαία. Ὅταν τὸ ρώτησαν πῶς ἔ­κανε τὸ κατόρθωμα, ἀπήντησε· «Ἐκείνη τὴ βραδιὰ εἶπα στὸν ἑαυτό μου· “Ἀπόψε, Κωσταντῆ, θὰ πεθάνῃς”».
Ἀνδρέας Μιαούλης. Ἦταν πιστὸς στὸ Θεό. Ἔφτειαξε ἕνα σταυρὸ καὶ κάλεσε ναῦ­τες καὶ καπεταναίους. Ὁ μητροπολίτης Ὕ­δρας Ἱερόθε­ος ἔκανε ἀντίγραφα τοῦ σταυροῦ ἐκείνου καὶ τὰ μοίραζε ὡς εὐλογία. Ἐ­πάνω ἔγραφε· «Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾷ» – «Σταυ­ροῦ τύπος ἐχθροῦ τρόμος» – «Σταυρὸς πιστῶν τὸ στήριγμα».
Τέλος ὁ ἁγιώτερος τῶν ἡρώων, ὁ ᾿Ιωάννης Μα­κρυγιάννης. Προσευχὴ ἔκανε, κομποσχοίνι κρατοῦσε. Ἐπὶ Ὄθωνος πῆγαν νὰ τὸν βγά­λουν τρελλό. Ὅταν τά ᾽βαλε μὲ τὸν ᾿Ιμπραήμ, ἦρθε ἕνας Γάλλος ναύαρχος νὰ δῇ τὶς θέσεις μάχης καὶ τοῦ εἶπε ὁ ναύαρχος· –Εἶνε ἀδύνατες οἱ θέσεις σας. Ἐκεῖνος εἶπε· –Οἱ θέσεις εἶνε ἀδύνατες, ἀλλὰ μαζί μας ἔχουμε τὸ δυνα­τὸ Θεό. Στὴν Ἀθήνα ἔμενε στὴ συνοικία «Μακρυγιάννη». Ἐξωμολογεῖτο καὶ κοινωνοῦ­σε. Ἕνας ἀπὸ ᾽κείνους ποὺ εἶχαν πάει τότε στὸ Παρίσι κάθησε μιὰ μέρα στὸ τραπέζι τοῦ Μακρυγιάννη, κι αὐτὸς εἶπε στὸ παιδί του νὰ κά­νῃ προσευχὴ γιὰ τὸ φαγητό. Ἐκεῖνος γέλασε εἰρωνικά, κι ὁ Μακρυγιάννης τοῦ εἶπε αὐστηρά· «Ἔξω ἀπ᾿ τὸ σπίτι μου» καὶ τὸν ἔδιωξε.
Μερικὰ σᾶς εἶπα· γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ψάξτε, διαβά­στε – μελετῆστε καὶ μόνοι σας.

* * *

Β΄. –Αὐτοί, θὰ πῆτε, ἦταν οἱ κορυφαῖοι· ὁ ὑπό­λοιπος λαὸς δὲν ἦταν ἔτσι… Ὄχι, ἀγαπητοί μου· αὐτὰ πίστευε ὅλος ὁ λαός, πίσω ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κορυφαίους ἦταν ὅλος ὁ Ἑλληνικὸς λαός. Ἀναφέρω δύο παραδείγματα.
Στὴ Χίο τὸ 1822 οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ ἔκαψαν τὰ πάντα, μάζεψαν τὰ γυναικόπαιδα, 30 χιλιάδες, στὴν παραλία. Πῆραν τὸν Ἐσταυρωμένο, τὸν ἔ­βαλαν κάτω στὴν ἀμμουδιὰ καὶ τοὺς εἶπαν· «Ὅποιος τὸν πατήσῃ καὶ τὸν φτύσῃ, θὰ ζήσῃ· ὅποιος δὲν τὸν πατήσῃ, θὰ πεθάνῃ». Οὔτε ἕ­νας δὲν τὸν πάτησε! ὅλοι μαρτύρησαν.
Ὑπῆρχε καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος πολὺς ἑλληνισμός. Ζοῦσαν καὶ στὶς ᾿Ινδίες 450 Ἕλληνες. Αὐτοί, ὅταν ἔμαθαν ὅτι ἡ πατρίδα ἐπαναστά­τησε, δὲν περίμεναν· ἔκαναν τὸ σταυρό τους καὶ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα, πολέμησαν καὶ σκοτώθηκαν ὅλοι!
Καὶ μόνο τὸ παράδειγμα αὐτὸ δείχνει, ὅτι τὰ κίνητρα τοῦ ἀγῶνος δὲν ἦταν ὑ­λικὰ – οἰκονομικά, ὅπως εἶνε σήμερα. Ξέρετε τί σημαίνει αὐτό; Αὐτὴ τὴ στιγμὴ 100.000 Ἕλληνες φοιτηταὶ σπουδάζουν ἔξω· ἂν γίνῃ πόλεμος, πόσοι θὰ ἔρθουν στὴν Ἑλλάδα νὰ πολεμήσουν; Ἕνας πατέρας ἔγραφε στὸ γυιό του στὴν ᾿Ιταλία· «Γιῶργο, ἐδῶ ἀκούγεται ὅτι θὰ γίνῃ πόλεμος· μεῖνε αὐτοῦ…».
Μιὰ σκιαγραφία σᾶς ἔδωσα.
Ἐνῷ ἄλλοι λαοὶ δὲν λησμονοῦν τὴν ἱστορία τους, ἐδῶ μερικοὶ θέλουν νὰ τὴ σβήσουμε τώ­ρα τὴν ἱστορία μας. Τὴ λησμονοῦμε. Καὶ μόνο τὴ λησμονοῦμε; Καὶ τὴ συκοφαντοῦμε· δια­βάλ­λουν τοὺς ἥρωες καὶ λένε, ὅτι ἔκαναν τὴν ἐπανάστασι τοῦ ᾽21 ἀπὸ κίνητρα ταξικὰ – κοινωνικά – ἔτσι τὴν ἑρμηνεύουν. Γι᾽ αὐτοὺς λοι­πὸν πρὶν τελειώσω θ᾽ ἀναφέρω καὶ τὰ ἑξῆς.
Ὁ Λάζαρος Κουντουριώτης, ὅταν ἄρχισε ὁ ἀγώνας, εἶχε μιὰ στέρ­να γεμάτη χρυσᾶ νομί­σματα, καὶ τὰ διέθεσε ὅλα γιὰ τὴν πατρίδα, ἔ­γινε φτωχός. Ἄλλοι εὐκατάστατοι στὴν Τριπο­λιτσὰ ἦταν ἡ οἰκογένεια Δεληγιάννη· εἶχαν ἀ­πο­θῆκες μὲ ὅλα τ᾽ ἀγαθά· ὅταν ἄρχισε ὁ ἀγώ­νας, ἄνοιξαν τὶς ἀποθῆκες τους, ἔδωσαν τὰ πάν­τα γιὰ τὸ γένος κ᾽ ἔμειναν φτωχοί. Ἂς ἐ­λευθερωθοῦμε, εἶπαν, καὶ τότε μ᾿ ἕνα μαχαίρι θὰ βγάζουμε λάχανα νὰ ζοῦμε. Ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης ὅταν κατέβηκε στὴν Πελοπόννησο, ὁ Κολοκοτρώνης τοῦ εἶπε· Πρίγκιπα, ἐδῶ δὲν ἔχουμε πολυτέλειες… Ἡ δὲ μάνα τοῦ Ὑ­ψηλάντου ἔδωσε τὸ τσιφλίκι ποὺ εἶχαν ἔξω ἀπ᾽ τὸ Βουκουρέστι γιὰ τὴν Ἑλλάδα.
Ἐδῶ στὰ βράχια τῆς Ἑλλάδος συνετρίβη, ἀ­δελφοί μου, μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ ἡ οἰκονομικὴ θεωρία τοῦ Μάρξ.

* * *

Γ΄. Γίνεται προδοσία, ἀγαπητοί μου. Ἐνῷ τὸ χρέος μας εἶνε νὰ μείνουμε Ἕλληνες, αὐτοὶ ποὺ ἔρχονται ἀπ᾿ ἔξω λένε, πὼς θὰ μᾶς σώ­σουν οἱ συμμαχίες μὲ τὴ Δύσι· τὸ Ν.Α.Τ.Ο., ὁ Ο.Η.Ε., ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωσι κ.τ.λ.. Συντελεῖ­ται προδοσία, γι᾿ αὐτὸ ἐπέρχονται τόσες ἀλλα­γές· διαζύγια, μείωσις ἐκκλησιαστικῶν καὶ ἐ­θνικῶν ἑορτῶν, ἀπαξίωσι τοῦ ῥάσου σὲ ἐκ­πομπὲς τῶν κρατικῶν μέσων ἐνημερώσεως, πόλεμος κατὰ τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτι­κῶν ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖο παιδείας… Τὸ ὄνειρό μας, σοῦ λένε, δὲν εἶνε ἡ Ἁγια-Σοφιά, εἶνε ἡ ὀμπρέλλα τῆς Εὐρώπης.
Ἐμεῖς ἀγαποῦμε τὴν εἰρήνη, θέλουμε τὴν εἰ­ρήνη, ἀλλὰ εἰρήνη μὲ ἀξιοπρέπεια. Νὰ μείνου­με Ἕλληνες ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Εἴδατε πῶς ἀνησυχεῖ κάποιος ὅταν χάσῃ τὴν ἀστυνο­μική του ταυτότητα; προσοχὴ λοιπὸν νὰ μὴ χάσουμε τὴν πνευματικὴ καὶ ἐθνική μας ταυτότητα.
Ἀείμνηστοι ἄνδρες, ἱερὲς σκιές, ἀπὸ ἐκεῖ ψη­λὰ ποὺ βρίσκεστε, παρηγορῆ­στε μας, ἐμψυχῶ­στε μας, δῶστε μας καὶ πάλι τὴν πατρίδα· νὰ γεννηθοῦν νέοι Διᾶ­κοι, Κανάρηδες, Μιαούλη­δες, Κολοκοτρώνηδες, Μακρυγιάννηδες, πρὸς δόξαν τοῦ εὐλογητοῦ μας ἔθνους· ἀμήν.«
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Μεγάλη ἑσπερινὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς – Ἀθῆναι τὴν Κυριακὴ 20-3-1977.